- καταρραχτή
- η βλ. καταρρακτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταρράχτης — καταρράχτης, ο και καταρράκτης, ο 1. απότομη πτώση του νερού ποταμού από ύψος: Είδαμε τον καταρράχτη του Νιαγάρα. 2. άφθονη και ορμητική ροή: Άνοιξαν οι καταρράχτες του ουρανού. 3. ασθένεια των ματιών: Θα κάνει εγχείρηση καταρράχτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
καταρρακτή — και καταρραχτή, η (Α καταρράκτη) βλ. καταρρακτός … Dictionary of Greek
καταρρακτός — και καταρ(ρ)αχτός, ή, ό (Α καταρρακτός ή, όν) [καταρράσσω] 1. αυτός που πέφτει από πάνω και με ορμή («καταρρακτή θύρα» η καταπακτή, Πλούτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η καταρράκτη σιδερένια πόρτα φρουρίου πίσω από τάφρο με νερό νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η… … Dictionary of Greek
τύφλωση — (Ιατρ.). Απουσία των οπτικών αντιλήψεων ή γενικότερα βαριά ανεπάρκεια αυτών, τέτοια που να εμποδίζει την εκτέλεση έργων για τα οποία η όραση είναι απαραίτητη. Η τ. μπορεί να είναι ολική ή μερική και να οφείλεται σε έλλειψη, σε συγγενή ανωμαλία ή… … Dictionary of Greek
υποχέω — Α [χέω] 1. χύνω μέσα σε δοχείο που είναι τοποθετημένο από κάτω 2. (για ξηρό πράγμα) στρώνω ή απλώνω αποκάτω («φύλλα ὑποκεχυμένα ὑπὸ τοῑς ποσί», Ηρόδ.) 3. μτφ. εμβάλλω κρυφά στην ψυχή κάποιου («ἀπιστίη ὑπεκέχυτο αὐτῷ», Ηρόδ.) 4. παθ. ὑποχέομαι α)… … Dictionary of Greek
Σίσυφος, Αθανάσιος — Ηθοποιός, ο οποίος άκμασε στα πρώτα χρόνια του νεοελληνικού θεάτρου (1824 1891). Είχε έμφυτη κλίση για το θέατρο, ανέβηκε δε για πρώτη φορά στη σκηνή το 1850. Το πρώτο πρόσωπο που υποδύθηκε ήταν του Κουτεντιάδη στον Αγαθόπουλο του Μολιέρου, που… … Dictionary of Greek
καταρραχτώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, επίρρ. ώς όμοιος με καταρράχτη: Έπεσε καταρραχτώδης βροχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)